- φάκτον
- (I)τὸ, Απράξη.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. factum «έργο, πράξη, πεπραγμένο»].————————(II)τὸ, Αδοχείο μέτρησης.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ.. λ., η οποία απαντά πιθ. και στη Μυκηναϊκή με τη μορφή pakoto και η οποία θα μπορούσε πιθ. να αναχθεί στην ρίζα τού επιθ. παχύς < *φαχ-ύς (βλ. λ. παχύς) με ανομοιωτική τροπή τού δασέος -χ- σε -κ- (πρβλ. θρεπ-τός: τρέφ-ω) και κατάλ. -τον. Στην περίπτωση αυτή, η λ. θα πρέπει να δήλωνε αρχικά κάποιο είδος αγγείου με μεγάλη, παχιά κοιλιά και στη συνέχεια γενικεύθηκε η σημ. της. Η σύνδεση, τέλος, τής λ. με τους λατ. τ. factus και factum (< ρ. facio «κάνω») με σημ. «ποσότητα λαδιού που έχει ήδη πιεστεί και ετοιμαστεί και στη συνέχεια «μέτρο για λάδι» δεν θεωρείται πιθανή].
Dictionary of Greek. 2013.